Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόprotrusióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [protruˈzjone] 1 πρόπτωση 2 εξώθηση 3 κήλη 4 προεξοχή 5 εξόγκωμα 6 προεκβολή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |