protocòllo
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [protoˈkɔllo]
1 τελετουργικό
2 εθιμοτυπία
3 μητρώο
4 μητρώο εξερχομένων και εισερχομένων
5 αρχείο εγγράφων
6 πρωτόκολλο
7 έγγραφο πιστοποίησης νομικής πράξης
8 αρχειοθήκη
9 αρχείο
10 έγγραφο διακρατικής συμφωνίας
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [protoˈkɔllo]
1 τελετουργικό
2 εθιμοτυπία
3 μητρώο
4 μητρώο εξερχομένων και εισερχομένων
5 αρχείο εγγράφων
6 πρωτόκολλο
7 έγγραφο πιστοποίησης νομικής πράξης
8 αρχειοθήκη
9 αρχείο
10 έγγραφο διακρατικής συμφωνίας
permalink
protocollo (ουσ αρσ )

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android