Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


protoplàsma  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,prɔtoˈplazma]

1 πρωτόπλασμα
2 κυτταρόπλασμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  protonotario protoplasmatico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

protomedico (ουσ αρσ )
protone (ουσ αρσ )
protonico (επίθ.)
protonotariato (ουσ αρσ )
protonotario (ουσ αρσ )
protoplasma (ουσ αρσ )
protoplasmatico (επίθ.)
protorace (ουσ αρσ )
protoracico (επίθ.)
protoromantico (αρσ. επίθ και ουσ)
protosincrotrone (ουσ αρσ )
protossido (ουσ αρσ )
prototipo (ουσ αρσ )
protottero (ουσ αρσ )
protozoi (ουσ αρσ πληθ.)
protozoico (αρσ. επίθ και ουσ)
protozoo (ουσ αρσ )
protrarsi (ρ.μ. (αντων.))
protrarre (ρ. μτβ.)
protrattile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---