Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pròtome  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈprɔtome]

προτομή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  protomartire protomedico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

protocollare (επίθ.)
protocollare (ρ. μτβ.)
protocollista (ουσ αρσ και θηλ.)
protocollo (ουσ αρσ )
protomartire (ουσ αρσ και θηλ.)
protome (θηλ.ουσ)
protomedico (ουσ αρσ )
protone (ουσ αρσ )
protonico (επίθ.)
protonotariato (ουσ αρσ )
protonotario (ουσ αρσ )
protoplasma (ουσ αρσ )
protoplasmatico (επίθ.)
protorace (ουσ αρσ )
protoracico (επίθ.)
protoromantico (αρσ. επίθ και ουσ)
protosincrotrone (ουσ αρσ )
protossido (ουσ αρσ )
prototipo (ουσ αρσ )
protottero (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---