Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

palmière (ουσ αρσ ) palpitazióne (θηλ.ουσ)
palmìfero (επίθ.) pàlpito (ουσ αρσ )
palminérvio (επίθ.) pàlpo (ουσ αρσ )
palmìpede (ουσ αρσ ) paltoncìno (ουσ αρσ )
palmìpede (επίθ.) paludaménto (ουσ αρσ )
palmìsti (ουσ αρσ πληθ.) paludàre (ρ. μτβ.)
palmitìna (θηλ.ουσ) paludarsi (ρ.μ. (αντων.))
palmìzio (αρσ. επίθ και ουσ) paludàto (επίθ.)
pàlmo (ουσ αρσ ) palùde (θηλ.ουσ)
pàlmola (θηλ.ουσ) paludìsmo (ουσ αρσ )
pàlo (ουσ αρσ ) paludóso (επίθ.)
palómba (θηλ.ουσ) palùstre (επίθ.)
palombàccio (ουσ αρσ ) pam (επιφ.)
palombàro (ουσ αρσ ) pamèla (θηλ.ουσ)
palómbo (ουσ αρσ ) pampa (θηλ.ουσ)
palpàbile (επίθ.) pampeàno (αρσ. επίθ και ουσ)
palpabilità (θηλ.ουσ) pampìneo (επίθ.)
palpaménto (ουσ αρσ ) pàmpino (ουσ αρσ )
palpàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) pampinóso (επίθ.)
palpàta (θηλ.ουσ) pampsichìsmo (ουσ αρσ )
palpazióne (θηλ.ουσ) panacèa (θηλ.ουσ)
pàlpebra (θηλ.ουσ) panafricanìsmo (ουσ αρσ )
palpebràle (επίθ.) panafricanìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
palpitànte (επίθ.) panafricàno (επίθ.)
palpitàre (ρ.αμτβ.) pànama (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: