Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpaludóso
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [paluˈdoso], [paluˈdozo] 1 τελματώδης 2 βαλτώδης 3 ελώδης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |