Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pamèla  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [paˈmɛla]

1 καπελαδούρα ψάθινη
2 ψάθινο καπέλο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pam pampa  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

palude (θηλ.ουσ)
paludismo (ουσ αρσ )
paludoso (επίθ.)
palustre (επίθ.)
pam (επιφ.)
pamela (θηλ.ουσ)
pampa (θηλ.ουσ)
pampeano (αρσ. επίθ και ουσ)
pampineo (επίθ.)
pampino (ουσ αρσ )
pampinoso (επίθ.)
pampsichismo (ουσ αρσ )
panacea (θηλ.ουσ)
panafricanismo (ουσ αρσ )
panafricanista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
panafricano (επίθ.)
panama (ουσ αρσ )
panamense (ουσ αρσ και θηλ.)
panamense (επίθ.)
panamericanismo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---