Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


panacèa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [panaˈʧɛa]

1 υποθετικό φάρμακο που θεραπεύει κάθε αρρώστια
2 φάρμακο για όλες τις αρρώστιες (υποθετικό)
3 πανάκεια
4 θεραπευτικό μέσο για κάθε νοσηρή κατάσταση (πολιτική κοινωνική κλπ)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pampsichismo panafricanismo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pampeano (αρσ. επίθ και ουσ)
pampineo (επίθ.)
pampino (ουσ αρσ )
pampinoso (επίθ.)
pampsichismo (ουσ αρσ )
panacea (θηλ.ουσ)
panafricanismo (ουσ αρσ )
panafricanista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
panafricano (επίθ.)
panama (ουσ αρσ )
panamense (ουσ αρσ και θηλ.)
panamense (επίθ.)
panamericanismo (ουσ αρσ )
panamericano (επίθ.)
pananglicano (επίθ.)
panarabismo (ουσ αρσ )
panarabo (αρσ. επίθ και ουσ)
panare (ρ. μτβ.)
panario (αρσ. επίθ και ουσ)
panasianismo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---