Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pampìneo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [pamˈpineo]

1 γεμάτος κληματόφυλλα
2 γεμάτος αμπελόφυλλα
3 φυλλωτός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pampeano pampino  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

palustre (επίθ.)
pam (επιφ.)
pamela (θηλ.ουσ)
pampa (θηλ.ουσ)
pampeano (αρσ. επίθ και ουσ)
pampineo (επίθ.)
pampino (ουσ αρσ )
pampinoso (επίθ.)
pampsichismo (ουσ αρσ )
panacea (θηλ.ουσ)
panafricanismo (ουσ αρσ )
panafricanista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
panafricano (επίθ.)
panama (ουσ αρσ )
panamense (ουσ αρσ και θηλ.)
panamense (επίθ.)
panamericanismo (ουσ αρσ )
panamericano (επίθ.)
pananglicano (επίθ.)
panarabismo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---