Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


panamènse  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [panaˈmɛnse]

Παναμέζος

panamènse  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [panaˈmɛnse]

ο του Παναμά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  panama panamericanismo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

panacea (θηλ.ουσ)
panafricanismo (ουσ αρσ )
panafricanista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
panafricano (επίθ.)
panama (ουσ αρσ )
panamense (ουσ αρσ και θηλ.)
panamense (επίθ.)
panamericanismo (ουσ αρσ )
panamericano (επίθ.)
pananglicano (επίθ.)
panarabismo (ουσ αρσ )
panarabo (αρσ. επίθ και ουσ)
panare (ρ. μτβ.)
panario (αρσ. επίθ και ουσ)
panasianismo (ουσ αρσ )
panasiatico (επίθ.)
panasiatismo (ουσ αρσ )
panata (θηλ.ουσ)
panatica (θηλ.ουσ)
panato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---