Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


panàrio  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [paˈnarjo]

του ψωμιού


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  panare panasianismo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

panamericano (επίθ.)
pananglicano (επίθ.)
panarabismo (ουσ αρσ )
panarabo (αρσ. επίθ και ουσ)
panare (ρ. μτβ.)
panario (αρσ. επίθ και ουσ)
panasianismo (ουσ αρσ )
panasiatico (επίθ.)
panasiatismo (ουσ αρσ )
panata (θηλ.ουσ)
panatica (θηλ.ουσ)
panato (επίθ.)
panca (θηλ.ουσ)
pancaccio (ουσ αρσ )
pancarrè, pancarré (ουσ αρσ )
pancata (θηλ.ουσ)
pancetta (θηλ.ουσ)
panchetto (ουσ αρσ )
panchina (θηλ.ουσ)
pancia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---