Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpància
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈpanʧa] η κοιλιά permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαmal [αρσ.] di pancia = ο κοιλόπονος, το πονόκοιλο Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |