Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


panciàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [panˈʧata]

1 πέσιμο με την κοιλιά
2 βουτιά με την κοιλιά
3 υπερβολική ποσότητα (φαγητού)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pancia panciera  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pancata (θηλ.ουσ)
pancetta (θηλ.ουσ)
panchetto (ουσ αρσ )
panchina (θηλ.ουσ)
pancia (θηλ.ουσ)
panciata (θηλ.ουσ)
panciera (θηλ.ουσ)
pancione (ουσ αρσ )
panciotto (ουσ αρσ )
panciuto (επίθ.)
panclastite (θηλ.ουσ)
pancone (ουσ αρσ )
pancotto (ουσ αρσ )
pancraziaste (ουσ αρσ )
pancrazio (ουσ αρσ )
pancreas (ουσ αρσ )
pancreatico (επίθ.)
pancreatina (θηλ.ουσ)
pancreatite (θηλ.ουσ)
pancristiano (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---