Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pàncreas  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈpankreas]

πάγκρεας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pancrazio pancreatico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

panclastite (θηλ.ουσ)
pancone (ουσ αρσ )
pancotto (ουσ αρσ )
pancraziaste (ουσ αρσ )
pancrazio (ουσ αρσ )
pancreas (ουσ αρσ )
pancreatico (επίθ.)
pancreatina (θηλ.ουσ)
pancreatite (θηλ.ουσ)
pancristiano (επίθ.)
pancromatico (επίθ.)
panda (ουσ αρσ )
pandemia (θηλ.ουσ)
pandemico (επίθ.)
pandemonio (ουσ αρσ )
pandette (θηλ.ουσ)
pandit (ουσ αρσ )
pandora (θηλ.ουσ)
pandoro (ουσ αρσ )
pane (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---