ItalianoGreco


pandemònio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [pandeˈmɔnjo]

1 οχλαγωγία
2 ντόρος
3 πανζουρλισμός
4 σαματάς μεγάλος
5 παραζάλη
6 βαβυλωνία
7 πανδαιμόνιο
8 θόρυβος
9 νταβαντούρι
10 μεγάλη σύγχυση και αταξία από φωνές θορύβους κλπ


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---