Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpàne
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈpane] το ψομί Pàne κύριο όνομα αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈpane] Παν permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαpane [αρσ.] casereccio = το χωριάτικο ψωμί || pane [αρσ.] di segale = το ψωμή σίκαλης || pane [αρσ.] integrale = το ψωμί ολικής αλέσεως || togliersi il pane di bocca = δίνω από το υστέρημά μου Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |