Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


panfrùtto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,panˈfrutto]

σταφιδόψωμο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  panforte pangermanesimo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

panetto (ουσ αρσ )
panettone (ουσ αρσ )
paneuropeo (επίθ.)
panfilo (ουσ αρσ )
panforte (ουσ αρσ )
panfrutto (ουσ αρσ )
pangermanesimo (ουσ αρσ )
pangermanismo (ουσ αρσ )
pangermanista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
pangermanistico (επίθ.)
pangolino (ουσ αρσ )
pangrattato (ουσ αρσ )
pania (θηλ.ουσ)
panicato (επίθ.)
panicatura (θηλ.ουσ)
panico (ουσ αρσ )
panico (επίθ.)
paniera (θηλ.ουσ)
panieraio (ουσ αρσ )
panierata (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---