Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pànico  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [paˈniko]

ο πανικός

pànico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [paˈniko]

ο του πανικού


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  panicatura paniera  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


essere in preda al panico = πανικοβάλλομαι


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pangolino (ουσ αρσ )
pangrattato (ουσ αρσ )
pania (θηλ.ουσ)
panicato (επίθ.)
panicatura (θηλ.ουσ)
panico (ουσ αρσ )
panico (επίθ.)
paniera (θηλ.ουσ)
panieraio (ουσ αρσ )
panierata (θηλ.ουσ)
paniere (ουσ αρσ )
panierino (ουσ αρσ )
panificare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
panificatore (ουσ αρσ )
panificazione (θηλ.ουσ)
panificio (ουσ αρσ )
paniforte (ουσ αρσ )
panino (ουσ αρσ )
panislamico (επίθ.)
panislamismo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---