Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


panierìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [panjeˈrino]

1 καλάθι για φαγητό σε πικνίκ
2 καλαθάκι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  paniere panificare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

panico (επίθ.)
paniera (θηλ.ουσ)
panieraio (ουσ αρσ )
panierata (θηλ.ουσ)
paniere (ουσ αρσ )
panierino (ουσ αρσ )
panificare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
panificatore (ουσ αρσ )
panificazione (θηλ.ουσ)
panificio (ουσ αρσ )
paniforte (ουσ αρσ )
panino (ουσ αρσ )
panislamico (επίθ.)
panislamismo (ουσ αρσ )
panismo (ουσ αρσ )
paniuzza (θηλ.ουσ)
paniuzzo (ουσ αρσ )
panna (θηλ.ουσ)
pannare (ρ.αμτβ.)
panne (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---