Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


panièra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [paˈnjɛra]

1 κάνιστρο
2 πανέρι
3 καλάθα
4 καλάθι
5 μεγάλο καλάθι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  panico panieraio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pania (θηλ.ουσ)
panicato (επίθ.)
panicatura (θηλ.ουσ)
panico (ουσ αρσ )
panico (επίθ.)
paniera (θηλ.ουσ)
panieraio (ουσ αρσ )
panierata (θηλ.ουσ)
paniere (ουσ αρσ )
panierino (ουσ αρσ )
panificare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
panificatore (ουσ αρσ )
panificazione (θηλ.ουσ)
panificio (ουσ αρσ )
paniforte (ουσ αρσ )
panino (ουσ αρσ )
panislamico (επίθ.)
panislamismo (ουσ αρσ )
panismo (ουσ αρσ )
paniuzza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---