Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpànna
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈpanna] το καϊμάκι, το ανθόγαλα permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαpanna [θηλ.] da cucina = η κρέμα γάλακτος || panna [θηλ.] montata = η κρέμα σαντιγύ Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |