Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


panneggiàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [pannedˈʤare]

1 σχεδιάζω πτυχές ρούχου σε άγαλμα ή πίνακα
2 σκεπάζω με ύφασμα με πτυχές


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  panneggiamento panneggio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

paniuzzo (ουσ αρσ )
panna (θηλ.ουσ)
pannare (ρ.αμτβ.)
panne (θηλ.ουσ)
panneggiamento (ουσ αρσ )
panneggiare (ρ.αμτβ.)
panneggio (ουσ αρσ )
pannello (ουσ αρσ )
pannicello (ουσ αρσ )
pannicolo (ουσ αρσ )
panno (ουσ αρσ )
pannocchia (θηλ.ουσ)
pannolano (ουσ αρσ )
pannolino (ουσ αρσ )
panoplia (θηλ.ουσ)
panorama (ουσ αρσ )
panoramica (θηλ.ουσ)
panoramicare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
panoramicità (θηλ.ουσ)
panoramico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---