Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpanneggiàre
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [pannedˈʤare] 1 σχεδιάζω πτυχές ρούχου σε άγαλμα ή πίνακα 2 σκεπάζω με ύφασμα με πτυχές permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |