Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


panoramicità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [panoramiʧiˈta]

πανοραμική φύση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  panoramicare panoramico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pannolino (ουσ αρσ )
panoplia (θηλ.ουσ)
panorama (ουσ αρσ )
panoramica (θηλ.ουσ)
panoramicare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
panoramicità (θηλ.ουσ)
panoramico (επίθ.)
panorpa (θηλ.ουσ)
pansé (θηλ.ουσ)
pansessualismo (ουσ αρσ )
panslavismo (ουσ αρσ )
panslavista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
panslavistico (επίθ.)
panslavo (επίθ.)
pantagruelico (επίθ.)
pantalonaia (θηλ.ουσ)
pantaloncini (ουσ αρσ πληθ.)
pantaloni (ουσ αρσ πληθ.)
pantano (αρσ. επίθ και ουσ)
pantanoso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---