Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


panslavìsta  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [panzlaˈvista]

πανσλαβιστής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  panslavismo panslavistico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

panoramico (επίθ.)
panorpa (θηλ.ουσ)
pansé (θηλ.ουσ)
pansessualismo (ουσ αρσ )
panslavismo (ουσ αρσ )
panslavista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
panslavistico (επίθ.)
panslavo (επίθ.)
pantagruelico (επίθ.)
pantalonaia (θηλ.ουσ)
pantaloncini (ουσ αρσ πληθ.)
pantaloni (ουσ αρσ πληθ.)
pantano (αρσ. επίθ και ουσ)
pantanoso (επίθ.)
panteismo (ουσ αρσ )
panteista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
panteistico (επίθ.)
pantera (θηλ.ουσ)
pantheon (ουσ αρσ )
pantofola (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---