Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pansé  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [panˈse]

πανσές Viola tricolor


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  panorpa pansessualismo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

panoramica (θηλ.ουσ)
panoramicare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
panoramicità (θηλ.ουσ)
panoramico (επίθ.)
panorpa (θηλ.ουσ)
pansé (θηλ.ουσ)
pansessualismo (ουσ αρσ )
panslavismo (ουσ αρσ )
panslavista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
panslavistico (επίθ.)
panslavo (επίθ.)
pantagruelico (επίθ.)
pantalonaia (θηλ.ουσ)
pantaloncini (ουσ αρσ πληθ.)
pantaloni (ουσ αρσ πληθ.)
pantano (αρσ. επίθ και ουσ)
pantanoso (επίθ.)
panteismo (ουσ αρσ )
panteista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
panteistico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---