Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pantaloncìni  
ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός

Προσφορά I.P.A.: [pantalonˈʧini]

1 κοντά παντελόνια
2 σορτς


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pantalonaia pantaloni  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

panslavista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
panslavistico (επίθ.)
panslavo (επίθ.)
pantagruelico (επίθ.)
pantalonaia (θηλ.ουσ)
pantaloncini (ουσ αρσ πληθ.)
pantaloni (ουσ αρσ πληθ.)
pantano (αρσ. επίθ και ουσ)
pantanoso (επίθ.)
panteismo (ουσ αρσ )
panteista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
panteistico (επίθ.)
pantera (θηλ.ουσ)
pantheon (ουσ αρσ )
pantofola (θηλ.ουσ)
pantofolaio (αρσ. επίθ και ουσ)
pantofoleria (θηλ.ουσ)
pantografico (επίθ.)
pantografista (ουσ αρσ και θηλ.)
pantografo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---