Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


panteìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [panteˈizmo]

πανθεὶσμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pantanoso panteista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pantalonaia (θηλ.ουσ)
pantaloncini (ουσ αρσ πληθ.)
pantaloni (ουσ αρσ πληθ.)
pantano (αρσ. επίθ και ουσ)
pantanoso (επίθ.)
panteismo (ουσ αρσ )
panteista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
panteistico (επίθ.)
pantera (θηλ.ουσ)
pantheon (ουσ αρσ )
pantofola (θηλ.ουσ)
pantofolaio (αρσ. επίθ και ουσ)
pantofoleria (θηλ.ουσ)
pantografico (επίθ.)
pantografista (ουσ αρσ και θηλ.)
pantografo (ουσ αρσ )
pantomima (θηλ.ουσ)
pantomimico (επίθ.)
pantomimo (ουσ αρσ )
pantotenico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---