Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpantomìma
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [pantoˈmima] 1 θεατρικό είδος με μιμική και όρχηση και όχι λόγο 2 μιμική και όρχηση 3 παντομίμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |