Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pantomìma  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [pantoˈmima]

1 θεατρικό είδος με μιμική και όρχηση και όχι λόγο
2 μιμική και όρχηση
3 παντομίμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pantografo pantomimico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pantofolaio (αρσ. επίθ και ουσ)
pantofoleria (θηλ.ουσ)
pantografico (επίθ.)
pantografista (ουσ αρσ και θηλ.)
pantografo (ουσ αρσ )
pantomima (θηλ.ουσ)
pantomimico (επίθ.)
pantomimo (ουσ αρσ )
pantotenico (επίθ.)
panzana (θηλ.ουσ)
panzanella (θηλ.ουσ)
panzer (ουσ αρσ )
paolo (ουσ αρσ )
paolotto (αρσ. επίθ και ουσ)
paonazzo (ουσ αρσ )
paonazzo (επίθ.)
papa (ουσ αρσ )
papà (ουσ αρσ )
papabile (επίθ.)
papaia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---