Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpantomìmo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [pantoˈmimo] 1 ηθοποιός που έπαιζε σε κωμωδίες και αργότερα στις παντομίμες 2 μίμος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |