Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


panzàna  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [panˈtsana]

1 μπαρούφα
2 ψέμα με ουρά
3 ψεματάρα
4 μεγάλη ψευτιά
5 ψέμα
6 παραμύθι
7 μύθος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pantotenico panzanella  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pantografo (ουσ αρσ )
pantomima (θηλ.ουσ)
pantomimico (επίθ.)
pantomimo (ουσ αρσ )
pantotenico (επίθ.)
panzana (θηλ.ουσ)
panzanella (θηλ.ουσ)
panzer (ουσ αρσ )
paolo (ουσ αρσ )
paolotto (αρσ. επίθ και ουσ)
paonazzo (ουσ αρσ )
paonazzo (επίθ.)
papa (ουσ αρσ )
papà (ουσ αρσ )
papabile (επίθ.)
papaia (θηλ.ουσ)
papaina (θηλ.ουσ)
papale (θηλ. επίθ και ουσ)
papalina (θηλ.ουσ)
papalino (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---