Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


paonàzzo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [paoˈnattso]

1 πορφυρό ρούχο
2 πορφυρό χρώμα

paonàzzo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [paoˈnattso]

1 πελιδνός (από το κρύο)
2 πορφυρός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  paolotto papa  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

panzana (θηλ.ουσ)
panzanella (θηλ.ουσ)
panzer (ουσ αρσ )
paolo (ουσ αρσ )
paolotto (αρσ. επίθ και ουσ)
paonazzo (ουσ αρσ )
paonazzo (επίθ.)
papa (ουσ αρσ )
papà (ουσ αρσ )
papabile (επίθ.)
papaia (θηλ.ουσ)
papaina (θηλ.ουσ)
papale (θηλ. επίθ και ουσ)
papalina (θηλ.ουσ)
papalino (ουσ αρσ )
papalino (επίθ.)
paparazzo (ουσ αρσ )
papasso (ουσ αρσ )
papato (ουσ αρσ )
papaveracee (θηλ. ουσ πληθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---