Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpaonàzzo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [paoˈnattso] 1 πορφυρό ρούχο 2 πορφυρό χρώμα paonàzzo επίθετο Προσφορά I.P.A.: [paoˈnattso] 1 πελιδνός (από το κρύο) 2 πορφυρός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |