Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


paparàzzo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [papaˈrattso]

φωτογράφος κολλιτσίδα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  papalino papasso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

papaina (θηλ.ουσ)
papale (θηλ. επίθ και ουσ)
papalina (θηλ.ουσ)
papalino (ουσ αρσ )
papalino (επίθ.)
paparazzo (ουσ αρσ )
papasso (ουσ αρσ )
papato (ουσ αρσ )
papaveracee (θηλ. ουσ πληθ.)
papaveraceo (επίθ.)
papaverico (επίθ.)
papaverina (θηλ.ουσ)
papavero (ουσ αρσ )
papera (θηλ.ουσ)
paperino (ουσ αρσ )
papero (ουσ αρσ )
papesco (επίθ.)
papessa (θηλ.ουσ)
papilionacee (θηλ. ουσ πληθ.)
papilionaceo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---