Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


papilionàcee  
ουσιαστικό θηλυκό πληθυντικός

Προσφορά I.P.A.: [papiljoˈnaʧee]

1 ψυχανθή
2 παπιλιονίδες


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  papessa papilionaceo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

papera (θηλ.ουσ)
paperino (ουσ αρσ )
papero (ουσ αρσ )
papesco (επίθ.)
papessa (θηλ.ουσ)
papilionacee (θηλ. ουσ πληθ.)
papilionaceo (επίθ.)
papilionato (επίθ.)
papilla (θηλ.ουσ)
papillare (επίθ.)
papilloma (ουσ αρσ )
papillon (ουσ αρσ )
papiraceo (επίθ.)
papiro (ουσ αρσ )
papirologia (θηλ.ουσ)
papirologico (επίθ.)
papirologo (ουσ αρσ )
papismo (ουσ αρσ )
papista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
papistico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---