Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpapillon
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [papiˈjɔn] 1 γραβάτα σε στυλ φιόγκου 2 παπιγιόν permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |