Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pappagallìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [pappagalˈlizmo]

κόρτε


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pappagallesco pappagallo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

papistico (επίθ.)
pappa (θηλ.ουσ)
pappafico (ουσ αρσ )
pappagallescamente (επίρ.)
pappagallesco (επίθ.)
pappagallismo (ουσ αρσ )
pappagallo (ουσ αρσ )
pappagorgia (θηλ.ουσ)
pappardella (θηλ.ουσ)
pappare (ρ. μτβ.)
pappata (θηλ.ουσ)
pappataci (ουσ αρσ )
pappatore (ουσ αρσ )
pappatoria (θηλ.ουσ)
pappina (θηλ.ουσ)
pappo (ουσ αρσ )
pappolata (θηλ.ουσ)
pappolone (ουσ αρσ )
pappone (ουσ αρσ )
papposo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---