Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pàppo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈpappo]

χνούδι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pappina pappolata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pappata (θηλ.ουσ)
pappataci (ουσ αρσ )
pappatore (ουσ αρσ )
pappatoria (θηλ.ουσ)
pappina (θηλ.ουσ)
pappo (ουσ αρσ )
pappolata (θηλ.ουσ)
pappolone (ουσ αρσ )
pappone (ουσ αρσ )
papposo (επίθ.)
paprica (θηλ.ουσ)
papuano (αρσ. επίθ και ουσ)
Papuasia (κύρ.όν. θηλ.)
papula (θηλ.ουσ)
para (ουσ αρσ )
para (θηλ.ουσ)
parabasi (θηλ.ουσ)
parabile (επίθ.)
parabola (θηλ.ουσ)
parabolico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---