Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pappàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [papˈpata]

1 αρκετό φαγητό
2 πλούσιο γεύμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pappare pappataci  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pappagallismo (ουσ αρσ )
pappagallo (ουσ αρσ )
pappagorgia (θηλ.ουσ)
pappardella (θηλ.ουσ)
pappare (ρ. μτβ.)
pappata (θηλ.ουσ)
pappataci (ουσ αρσ )
pappatore (ουσ αρσ )
pappatoria (θηλ.ουσ)
pappina (θηλ.ουσ)
pappo (ουσ αρσ )
pappolata (θηλ.ουσ)
pappolone (ουσ αρσ )
pappone (ουσ αρσ )
papposo (επίθ.)
paprica (θηλ.ουσ)
papuano (αρσ. επίθ και ουσ)
Papuasia (κύρ.όν. θηλ.)
papula (θηλ.ουσ)
para (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---