Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pappardèlla  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [papparˈdɛlla]

1 μπαρούφα
2 μπουρδολογία
3 μπούρδα
4 αερολογία
5 παπαρδέλα
6 ανόητος λόγος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pappagorgia pappare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pappagallescamente (επίρ.)
pappagallesco (επίθ.)
pappagallismo (ουσ αρσ )
pappagallo (ουσ αρσ )
pappagorgia (θηλ.ουσ)
pappardella (θηλ.ουσ)
pappare (ρ. μτβ.)
pappata (θηλ.ουσ)
pappataci (ουσ αρσ )
pappatore (ουσ αρσ )
pappatoria (θηλ.ουσ)
pappina (θηλ.ουσ)
pappo (ουσ αρσ )
pappolata (θηλ.ουσ)
pappolone (ουσ αρσ )
pappone (ουσ αρσ )
papposo (επίθ.)
paprica (θηλ.ουσ)
papuano (αρσ. επίθ και ουσ)
Papuasia (κύρ.όν. θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---