Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόparà
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [paˈra] αλεξιπτωτιστής pàra ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈpara] ελαστικό κόμμι (από δέντρο hevea brasiliensis) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |