Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


parabolòide  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [paraboˈlɔjde]

παραβολοειδές


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  parabolico paraboloidico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

para (θηλ.ουσ)
parabasi (θηλ.ουσ)
parabile (επίθ.)
parabola (θηλ.ουσ)
parabolico (επίθ.)
paraboloide (ουσ αρσ )
paraboloidico (επίθ.)
parabolone (ουσ αρσ )
parabordo (ουσ αρσ )
parabrace (ουσ αρσ )
parabrezza (θηλ.ουσ)
paracadutare (ρ. μτβ.)
paracadute (ουσ αρσ )
paracadutismo (ουσ αρσ )
paracadutista (ουσ αρσ και θηλ.)
paracalli (ουσ αρσ )
paracarro (ουσ αρσ )
paracenere (ουσ αρσ )
paracentesi (θηλ.ουσ)
paracinesia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---