Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόparacàlli
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,paraˈkalli] 1 προστατευτικός δακτύλιος 2 τσιρότο μαλακώματος κάλων permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |