Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


paraclìto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [paraˈklito]

παρηγορητικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  paracleto paracolpi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

paracentesi (θηλ.ουσ)
paracinesia (θηλ.ουσ)
paracistite (θηλ.ουσ)
paracleto (ουσ αρσ )
paracleto (επίθ.)
paraclito (αρσ. επίθ και ουσ)
paracolpi (ουσ αρσ )
paracqua (ουσ αρσ )
paracusia (θηλ.ουσ)
paradenti (ουσ αρσ )
paradentosi (θηλ.ουσ)
paradigma (ουσ αρσ )
paradigmatico (επίθ.)
paradisea (θηλ.ουσ)
paradisiaco (επίθ.)
paradiso (ουσ αρσ )
paradossale (επίθ.)
paradossalità (θηλ.ουσ)
paradossalmente (επίρ.)
paradosso (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---