ItalianoGreco


paradòsso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [paraˈdɔsso]

1 απρόσμενο
2 παράδοξο
3 αξιοπερίεργο
4 αναπάντεχο
5 κουφό
6 κάτι που συμβαίνει χωρίς να το περιμένει κανείς


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---