Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


parafiàmma  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,paraˈfjamma]

1 άφλεκτο διαχωριστικό τοίχωμα
2 άφλεκτο φάτνωμα

parafiàmma  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [,paraˈfjamma]

άφλεκτος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  paraffinico parafimosi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

paraffina (θηλ.ουσ)
paraffinare (ρ. μτβ.)
paraffinato (επίθ.)
paraffinatura (θηλ.ουσ)
paraffinico (επίθ.)
parafiamma (ουσ αρσ )
parafiamma (επίθ.)
parafimosi (θηλ.ουσ)
parafrasare (ρ. μτβ.)
parafrasi (θηλ.ουσ)
parafrasia (θηλ.ουσ)
parafrastico (επίθ.)
parafrenia (θηλ.ουσ)
parafulmine (ουσ αρσ )
parafuoco (ουσ αρσ )
paraggio (ουσ αρσ )
paragoge (θηλ.ουσ)
paragogico (επίθ.)
paragonabile (επίθ.)
paragonare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---