Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


paragògico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [paraˈgɔʤiko]

1 παράγωγος (γραμματική)
2 παραγωγικός (γραμματική)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  paragoge paragonabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

parafrenia (θηλ.ουσ)
parafulmine (ουσ αρσ )
parafuoco (ουσ αρσ )
paraggio (ουσ αρσ )
paragoge (θηλ.ουσ)
paragogico (επίθ.)
paragonabile (επίθ.)
paragonare (ρ. μτβ.)
paragone (ουσ αρσ )
paragovernativo (επίθ.)
paragrafare (ρ. μτβ.)
paragrafo (ουσ αρσ )
paraguaiano (ουσ αρσ )
paraguaiano (επίθ.)
paraldeide (θηλ.ουσ)
paralegale (επίθ.)
paralessi (θηλ.ουσ)
paralinguistica (θηλ.ουσ)
paralipomeni (ουσ αρσ )
paralisi (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---