Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόparafuòco
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,paraˈfwɔko] 1 προκάλυμμα προστασίας από φωτιά 2 αλεξίπυρο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |