Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόparàggio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [paˈradʤo] 1 χωρικά ύδατα 2 παράλια νερά 3 περίχωρα 4 μέρη 5 γειτονιά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |