Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


paràggio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [paˈradʤo]

1 χωρικά ύδατα
2 παράλια νερά
3 περίχωρα
4 μέρη
5 γειτονιά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  parafuoco paragoge  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

parafrasia (θηλ.ουσ)
parafrastico (επίθ.)
parafrenia (θηλ.ουσ)
parafulmine (ουσ αρσ )
parafuoco (ουσ αρσ )
paraggio (ουσ αρσ )
paragoge (θηλ.ουσ)
paragogico (επίθ.)
paragonabile (επίθ.)
paragonare (ρ. μτβ.)
paragone (ουσ αρσ )
paragovernativo (επίθ.)
paragrafare (ρ. μτβ.)
paragrafo (ουσ αρσ )
paraguaiano (ουσ αρσ )
paraguaiano (επίθ.)
paraldeide (θηλ.ουσ)
paralegale (επίθ.)
paralessi (θηλ.ουσ)
paralinguistica (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---