Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόparafrenìa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [parafreˈnia] 1 φρενική πάθηση που εκδηλώνεται με παραλήρημα και παραισθήσεις 2 παραφρενία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |