Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


paraffinatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [paraffinaˈtura]

1 κέρωμα
2 αδιαβροχοποίηση
3 κάλυψη με παραφίνη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  paraffinato paraffinico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

parafare (ρ. μτβ.)
parafernale (επίθ.)
paraffina (θηλ.ουσ)
paraffinare (ρ. μτβ.)
paraffinato (επίθ.)
paraffinatura (θηλ.ουσ)
paraffinico (επίθ.)
parafiamma (ουσ αρσ )
parafiamma (επίθ.)
parafimosi (θηλ.ουσ)
parafrasare (ρ. μτβ.)
parafrasi (θηλ.ουσ)
parafrasia (θηλ.ουσ)
parafrastico (επίθ.)
parafrenia (θηλ.ουσ)
parafulmine (ουσ αρσ )
parafuoco (ουσ αρσ )
paraggio (ουσ αρσ )
paragoge (θηλ.ουσ)
paragogico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---