Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


paradìso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [paraˈdizo]

ο παράδεισος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  paradisiaco paradossale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

paradentosi (θηλ.ουσ)
paradigma (ουσ αρσ )
paradigmatico (επίθ.)
paradisea (θηλ.ουσ)
paradisiaco (επίθ.)
paradiso (ουσ αρσ )
paradossale (επίθ.)
paradossalità (θηλ.ουσ)
paradossalmente (επίρ.)
paradosso (ουσ αρσ )
parafa (θηλ.ουσ)
parafango (ουσ αρσ )
parafare (ρ. μτβ.)
parafernale (επίθ.)
paraffina (θηλ.ουσ)
paraffinare (ρ. μτβ.)
paraffinato (επίθ.)
paraffinatura (θηλ.ουσ)
paraffinico (επίθ.)
parafiamma (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---